- σαλταδόρος
- ο, Ν1. αυτός που κάνει πηδήματα και, κυρίως, αυτός που μπορεί να κάνει μεγάλα άλματα2. αυτός που πηδά και ανεβαίνει σε κινούμενο όχημα για να κλέψει («σαλταδόρος τής γερμανικής κατοχής»)3. συνεκδ. κλέφτης4. μτφ. ο αναρριχώμενος σε υψηλές θέσεις με ανήθικα μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. saltadore].
Dictionary of Greek. 2013.